σκιρτώ

σκιρτώ
σκίρτησα, αναπηδώ, τινάζομαι: Η καρδιά μου σκίρτησε από χαρά μόλις τον είδα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκιρτώ — σκιρτῶ, άω, ΝΜΑ, και ιων. τ. σκιρτῶ, έω, Α 1. τινάζομαι αιφνίδια από τη θέση μου, αναπηδώ 2. (για χορευτή και για τις Βάκχες) χοροπηδώ («ὀρχεῑσθε καὶ σκιρτᾱτε καὶ χορεύετε», Αριστοφ.) νεοελλ. 1. (για τη θάλασσα) αναταράσσομαι, σαλεύω («σφόδρα… …   Dictionary of Greek

  • σκιρτώ — σκιρτάω / σκιρτώ (παρατατ. ούσα), σκίρτησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σκιρτῶ — σκιρτάω spring pres imperat mp 2nd sg σκιρτάω spring pres subj act 1st sg (attic epic ionic) σκιρτάω spring pres ind act 1st sg (attic epic ionic) σκιρτάω spring pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) σκιρτάω spring pres ind act 1st sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλλομαι — ἅλλομαι (Α) 1. (για έμψυχα και άψυχα) αναπηδώ, σκιρτώ, τινάζομαι 2. υπερβαίνω, υπερπηδώ 3. (για ήχο) ξεπηδώ, αντηχώ 4. (για μέλη τού ανθρώπινου σώματος) πάλλομαι, τρέμω 5. φρ. «ἅλλομαι ἐπί τινι», εφορμώ, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου 6. στη… …   Dictionary of Greek

  • ασκαρίζω — ἀσκαρίζω (Α) σκαρίζω*, σκιρτώ, χοροπηδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < α (προθετικό) (πιθ. αναλογικά προς το ρ. ασπαίρω) + σκαρ , σκαίρω «χοροπηδώ, σκιρτώ, χορεύω» + (κατάλ.) ίζω] …   Dictionary of Greek

  • κατασκαίρω — (Α) σκιρτώ, τινάζομαι πάνω κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σκαίρω «πηδώ, σκιρτώ»] …   Dictionary of Greek

  • μετασκαίρω — (Α) πηδώ ή σκιρτώ ανάμεσα ή κοντά σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + σκαίρω «πηδώ, σκιρτώ»] …   Dictionary of Greek

  • ορχούμαι — (ΑΜ ὀρχοῡμαι, έομαι) χορεύω («ἠΐθεοι και παρθένοι... ὠρχεῡντ », Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. παριστάνω με όρχηση ή με παντομιμικές κινήσεις («ὀρχεῑσθαι τὴν τοῡ Κρόνου τεκνοφαγίαν», Λουκιαν.) 2. μτφ. σκιρτώ, πηδώ («ὀρχεῑται δὲ καρδία φόβῳ», Αισχύλ.) 3. (για… …   Dictionary of Greek

  • παρασκαίρω — Α σκιρτώ, πηδώ κοντά ή στο πλάι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σκαίρω «πηδώ, σκιρτώ»] …   Dictionary of Greek

  • περισκαίρω — Α σκιρτώ ολόγυρα, αναπηδώ γύρω γύρω από χαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σκαίρω «πηδώ, σκιρτώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”